- φρυγανεΐδες
- οι, Νζωολ. οικογένεια τριχόπτερων εντόμων, με τυπικό το γένος φρύγανο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phryganeidae].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρύγανο — το / φρύγανον, ΝΜΑ συν. στον πληθ. τα φρύγανα α) ξερά κλαδιά ή ξεροί μικροί θάμνοι, κατάλληλα για το άναμμα φωτιάς (α. «μάζεψε μια αγκαλιά φρύγανα» β. «φρύγανα συλλέγοντες ὡς ἐπὶ πῡρ», Ξεν.) β) (βιογεωγρ.) περιληπτική ονομασία πολύ ξηρόμορφων… … Dictionary of Greek